αϊδνήεις

αϊδνήεις
ἀιδνήεις -εσσα, -εν (Α)
ο ἀιδνός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αϊδνός — ἀιδνός, ή, όν και ἀιδνής, ὲς (Α) αόρατος, κρυφός, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + Fιδ(εῑν), απρμφ. αορ. β΄ τού ρ. ὁρῶ + επίθημα νος ποιητ. τ. τής λ. ἀιδής*. Ο τ. ἀιδνός εμφανίζεται στη μτγν. Ελληνική μορφολογικά μεταπλασμένος σε ἀιδνήεις,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”